παρακλαδικός

παρακλαδικός
-ή, -ό
(κοινων.), αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στο χώρο έξω από τις νόμιμες και κανονικές ενέργειες του κλάδου, της κοινωνικής ομάδας: Οι διαπραγματεύσεις ατόμων με την κυβέρνηση, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της διοίκησης των υπαλληλικών οργανώσεων, αποτελούν παρακλαδική ενέργεια.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρακλαδικός — ή, ό ο σχετικός με πρόσωπα και ενέργειες οργανώσεων που είναι έξω από τις νόμιμες και κανονικές ενός κλάδου εργαζομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κλαδικός (< κλάδος), πρβλ. πολυ κλαδικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”